Το φωτορεπορτάζ.
Το βιβλίο «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου».
Ο συγγραφέας Νίκος Γκροσδάνης.
Οι εκδόσεις Επίκεντρο.
Η παρουσίαση του βιβλίου μεταδόθηκε και ζωντανά από τη σελίδα Facebook των εκδόσεων Επίκεντρο.

Οι εκδόσεις Επίκεντρο παρουσίασαν στο Polis Art Cafe, το βιβλίο του Νίκου Γκροσδάνη«Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου».

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Γι ατο βιβλίο μίλησαν:

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Xαιρετισμό απηύθυνε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο εκδότης του Επίκεντρου, Πέτρος Παπασαραντόπουλος.

«Το διάβασες; Πες τη γνώμη σου στο Bookia!»
Γίνε μέλος και βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο ή γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο Βασίλης Χατζηιακώβου καλωσόρισε τους παρευρισκόμενους εκ μέρους του Polis Art Cafe και ευχαρίστησε το συγγραφέα ο οποίος παρουσιάζει για δεύτερη φορά έργο του στον ίδιο χώρο, αλλά και τον εκδότη Πέτρο Παπασαραντόπουλο για την προτίμησή του. Παρουσίασε τους πραγματικά εξαιρετικούς ομιλητές, με έναν καλό λόγο για τον καθένα, και έδωσε το λόγο στον διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστη Ανδρεαδάκη, για έναν χαιρετισμό.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης εξέφρασε τη χαρά του για αυτό το βιβλίο αλλά και όλων των συντελεστών του Φεστιβάλ. «Για εμάς τους νεότερους ήταν έναν πραγματικό μάθημα», είπε και ενημέρωσε το συγγραφέα ότι το βιβλίο του το διαβάζουν ήδη όλοι οι εργαζομένοι του Φεστιβάλ, «το μελετούν με μεγάλη προσοχή», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Εκτός από το ευχαριστώ προς το συγγραφέα, ζήτησε την υπόσχεσή του συγγραφέα να συνεχίσει και με τον δεύτερο τόμο, για την περίοδο στην οποία το Φεστιβάλ μετατράπηκε σε διεθνές, υπόσχεση την οποία και πήρε!

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο εκδότης του Επίκεντρου Πέτρος Παπασαραντόπουλος, χαρακτήρισε το συγγραφέα «διατηρητέο μνημείο» για την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης και συνέχισε τους χαρακτηρισμούς, «αυτοδίδακτος, λάτρης της τέχνης».

Περιέγραψε το έμφυτο ενδιαφέρον του συγγραφέα για τον πολιτισμό και ιδιαίτερα για τον κινηματογράφο τον οποίο παρακολούθησε όχι από κάποια θέση στη διοργάνωση του Φεστιβάλ, αλλά ως σερβιτόρος στα ξενοδοχεία Μεντιτερανέ και Ηλέκτρα Παλάς, εκεί όπου συνάντησε τους τιτάνες του πνεύματος.

Συγκέντρωσε έναν μεγάλο όγκο πληροφοριών, δημοσιεύματα, φωτογραφίες, ιδιόχειρα σημειώματα και πρωτογενές υλικό, «έναν πραγματικό θησαυρό για τη χώρα», όπως τον χαρακτήρισε.

Αυτό, σε συνδυασμό με το φυσικό του χάρισμα, την εκπληκτική του μνήμη, με την οποία αιχμαλώτισε στιγμές και περιστατικά, συνθέτει τη μεγάλη εικόνα.

Ο εκδότης αναρωτήθηκε, «τί ήταν άραγε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου;», και έδωσε τη δική του απάντηση ξεχωρίζοντας τους δύο κόσμους, αυτόν των δημιουργών και αυτόν των θεατών. Ο Παντελής Βούλγαρης στον πρόλογο του βιβλίου περιγράφει την οπτική των δημιουργών μιλώντας για το πως έζησε ο ίδιος όλα αυτά τα χρόνια το Φεστιβάλ, ενώ την οπτική των θεατών τη δίνει ο Νίκος Γκροσδάνης, με ένα «εκπληκτικό απόσπασμα» το οποίο διάβασε ο εκδότης,  «Όταν σε ηλικία 11 ετών τον Σεπτέμβριο του 1960, οργανώθηκε η πρώτη εβδομάς ελληνικού κινηματογράφου, ζούσα ένα όνειρο, ωστόσο τα όνειρα καμιά φορά κρύβουν και δυσάρεστες εκπλήξεις. Όταν φτάσαμε με τον πατέρα μου κρατώντας τον από το χέρι, στο ύψος της Αριστοτέλους για να φτάσουμε ως την πλατεία όπου γίνονταν τα δρώμενα, ο καημός μου ήταν που δεν μπορούσα να αρπάξω μια από τις τόσες αφίσες με τη φιγούρα της Μανταλένας που ήταν αναρτημένες παντού, χωρίς να γνωρίζω τι με περίμενε παρακάτω. Τότε μέσα μου έδωσα μια υπόσχεση, αν συνεχιστεί η γιορτή, εγώ θα είμαι κάθε χρόνο παρών και όχι απ’ έξω αλλά από μέσα. Την υπόσχεση την έδωσα και την κρατώ ως σήμερα και ας πέρασαν 57 χρόνια».

Παραλλήλισε τη ζωή του Νίκου Γκροσδάνη με αυτή του Σαλβατόρε Ντι Βίτα, του κεντρικού ήρωα στην ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε«Σινεμά ο παράδεισος», διότι τις ζωές και των δύο τις σφράγισε ο κινηματογράφος, από τα παιδικά τους χρόνια.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης συνέχισε με τη συσχέτιση της ταινίας «Σινεμά ο παράδεισος» και της ζωής του Νίκου Γκροσδάνη. Αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον συγγραφέα, αμέσως μετά «Τα πέτρινα χρόνια», ο οποίος τον κάλεσε στο σπίτι του για να του δείξει το αρχείο του. Εκεί είδε ένα σπίτι γεμάτο ντοσιέ και υλικό από τον κινηματογράφο και παραδόθηκε στις περιγραφές του συγγραφέα.

Μετά από τρεις ώρες σκέφτηκε ο Παντελής Βούλγαρης ότι βρήκε το θέμα της επόμενης ταινίας του. Που πάει το μυαλό σας; Γύρισε στην Αθήνα με αρκετές κασέτες με αφηγήσεις του συγγραφέα και άρχισε να γράφει το σενάριο εξασφαλίζοντας και χρηματοδότηση.

Μόλις τελείωσε το σενάριο δέχθηκε τηλεφωνική κλήση από τον Παντελή Γρίβα ο οποίος βρισκόταν στις Κάνες και τον ενημέρωσε ότι την ταινία που γράφει την είδε εκείνη την ημέρα, ήταν η «Σινεμά ο παράδεισος», του Τορνατόρε.

Σημείωσε η διαρκή αγάπη του συγγραφέα για το σινεμά, τη μουσική, τα πρόσωπα, «μας συμπληρώνει σε αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, μας ταξιδεύει σε άλλες ιστορίες που δεν είχαμε αντιληφθεί», είπε και αναρωτήθηκε για τη μοναδικότητά του, «του καλλιτέχνη της ζωής». «Τον αγαπάμε», αναφώνησε κλείνοντας την ομιλία του.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο Μιχάλης Κοπιδάκης αναφέρθηκε στην 105 Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού, εκεί όπου εξέτιαν τη θητεία τους τα «προνομιούχα μιάσματα», στρατιώτες που δεν φύλαγαν σκοπιά λόγω «αμφιβόλου πατριωτισμού». Τέτοια «προνομιούχα μιάσματα» ήταν ο ίδιος, ο συγγραφέας Νίκος Γκροσδάνης και ένας τρίτος της παρέας, ο Αργύρης Χατζηνικολάου.

Εκεί σφυρηλατήθηκε μία γνήσια φιλία, «με ισότητα και ομοιότητα», μία γνωριμία σε βάθος, μεταξύ ανθρώπων που «έφαγαν μαζί ψωμί και αλάτι».

Η επινοητικότητα του μάγειρα στο στρατό, Νίκου Γκροσδάνη, εξασφάλιζε πολύ καλή ποιότητα φαγητού στους φαντάρους και τις καλύτερες μερίδες στους ίδιους. Ενώ όλοι οι άλλοι «έσερναν τα βήματά τους», ο συγγραφέας ζωντάνευε τη ζωή στο στρατόπεδο, δίνοντας κουράγιο και εμψυχώνοντας τους συναδέλφους του.

Αυτή τη γαλήνη του συγγραφέα ερμήνευσε ο ομιλητής με την αφοσίωσή του στην τέχνη, στη μουσική, στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, «ένα παιδί φανατικό για γράμματα».

Θαυμασμό και απορία προκαλεί το έργο του συγγραφέα, πως ένα παιδί της επαρχίας με πιεστικά πρακτικά προβλήματα, να λάμψει ως δημοσιογράφος, ως λόγιος και συγγραφέας, στην λίαν απαιτητική δημοκρατία των γραμμάτων.

Το ταλέντο, οι αρετές και η πολλή δουλειά ερμηνεύουν αυτό το παράδοξο, σημείωσε ο κος Κοπιδάκης.

Διαβάζοντας το βιβλίο, θυμήθηκε και ο ίδιος αυτές τις μέρες γεμάτες ενθουσιασμό και Βακχική μανία, «της σταυροπροσκυνήσεως γίνεται» σχολίαζε μία ηλικιωμένη γυναίκα, «γκλαμουργιά» χαρακτήριζαν το Φεστιβάλ οι φοιτητικοί κύκλοι και φθόνος κατέτρωγε τους διανούμενους διότι ήξεραν ότι ήταν μάλλον απίθανο να ζήσουν τέτοια κοσμοσυρροή σε φιλολογικές εσπερίδες.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο Γιάννης Ξανθούλης χαρακτήρισε την προηγούμενη ομιλία ως «μάθημα ελληνικών» και μίλησε για το βιβλίο και την πορεία του συγγραφέα του προς αυτό, «ο ενθουσιασμός αρχικά του νεοφώτιστου εξ επαρχίας νέου που απολαμβάνει τα θαύματα της συμπρωτεύουσας, ενθουσιώδης και επιλεκτικός έως σήμερα».

«Θυμάται όλη εκείνη τη φαντασμαγορία του κινηματογραφικού Φεστιβάλ», είπε για το βιβλίο ο ομιλητής και συνέχισε, «αποδελτοποιεί τα πρώτα χρόνια, τότε που όλοι εμείς οι νεοσσοί ρουφούσαμε όσα κοσμοϊστορικά γινόταν τότε στη Θεσσαλονίκη», αλλά δεν τα θυμάται απλά, «τα ξαναζεί και βάζει και εμάς στο παιχνίδι, παθιάζεται λες και όλα αυτά συνέβησαν λίγες στιγμές πριν, καταγράφει τα συμβάντα και τους ήρωές τους όσο πιο αντικειμενικά γίνεται».

Θυμήθηκε ταινίες που πρωτοπροβλήθηκαν στο σινεμά και σχολίασε το ότι οι εγχώριοι σταρ ήταν τότε «μυθικά πρόσωπα», απόλυτα προφυλαγμένα, απρόσιτα στο μεγάλο κοινό. Βλέποντάς τους να περπατούν σε απόσταση ανάσας αποτελούσε μείζον γεγονός.

Θυμήθηκε τις διαδηλώσεις των θεατών υπέρ των αγαπημένων τους ηθοποιών, το καφέ Ντορέ απέναντι από το Φεστιβάλ όπου ο Κολάτος ωρυόταν με τις απονομές παρά τις καλές κριτικές της ταινίας του, «Ο θάνατος του Αλέξανδρου».

Πέρασαν 20 χρόνια για γνωριστεί με τον συγγραφέα και μέσα από το έργο του έζησε το ρυθμό του Φεστιβάλ, τις εκρήξεις του εξώστη, τις εντάσεις. Ήταν πάντως μία σπουδαία αφορμή να αναδειχτούν νέα ονόματα με εντελώς άλλη ματιά.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο Λάκης Παπαστάθης μίλησε για την εμπλοκή του με το Φεστιβάλ για 50 και πλέον χρόνια και την «άγρια νοσταλγία» που τον κατέκλυσε διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Γκροσδάνη, «ξαναέζησα τα χρόνια μετά το ’65», είπε.

«Δεν είχαμε ασκηθεί να μην ζηλεύουμε τον καλύτερό μας, δεν είχαμε ασκηθεί στο να μην παίρνουμε βραβεία, δεν είχαμε ασκηθεί σε μία συλλογικότητα», σημείωσε ο ομιλητής συμπυκνώνοντας «το αιτούμενο» εκείνα τα χρόνια.

Με συγκίνηση θυμήθηκε τον ίδιο και τους φίλους του μέσα από τις φωτογραφίες, «ήμασταν τόσο νέοι, νομίζαμε ότι δεν θα γεράσουμε και δεν θα πεθάνουμε ποτέ», είπε. Με αυτούς του φίλους συναντιόταν στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα λιγότερο.

Θυμήθηκε κριτικούς κινηματογράφου που άφησαν τη σφραγίδα τους στο χώρο, τους θυμήθηκε ως ανθρώπους και ως διανοούμενους, τις ακραίες στιγμές στην καριέρα τους.

«Υπήρχε πάθος στη Θεσσαλονίκη τις μέρες του Φεστιβάλ», εκείνο τον κλειστό χώρο περί των χώρων στον Λευκό Πύργο όπου διαδραματίζονταν όλα. Αυτό το πάθος μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας μέσα από το βιβλίο του.

Αναρωτήθηκε πως θα ήταν ο Νίκος Γκροσδάνης αν είχε χρήματα και εξέφρασε την πεποίθησή του ότι θα έκανε το ίδιο παρά την διαφωνία του με τον Παντελή Βούλγαρη ο οποίος παρενέβη σε αυτό το σημείο, «θα σκηνοθετούσε», είπε.

«Ελληνικό ή Διεθνές Φεστιβάλ;», είναι ένα κεντρικό ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας μέσα στο βιβλίο του, «Ποιο είναι το σωστό; Τι πρέπει να κάνουμε; Γιατί όταν έγινε Διεθνές χάθηκε το πάθος και η ζωντάνια; Ενώ παλαιά παίζονταν 30 ταινίες τώρα παίζονται 300, είναι καλύτερο αυτό;».

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πίστευε ότι πρέπει να γίνει Διεθνές, «είναι ψεύτικα τα μεγέθη που δημιουργούνται και επιβάλλονται στην Ελλάδα και πρέπει να αναμετρηθούν με τον διεθνή κανόνα», έλεγε ο διεθνής μας σκηνοθέτης με τον οποίο ο ομιλητής διαφωνούσε.

Παρόλα αυτά, η διεθνοποίηση του φεστιβάλ είχε θετικό αντίκτυπο, με τις υποδομές που δημιουργήθηκαν και την τιμητική αναφορά σημαντικών δημιουργών του χώρου. Κάτι όμως φταίει που το ελληνικό σινεμά οπισθοχώρησε και αυτό πρέπει να αναζητηθεί και να βρεθεί, «κάτι πρέπει να γίνει», σημείωσε.

«Οι νεότεροι σκηνοθέτες που θα αποφασίσουν για το μέλλον του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καλό είναι να διαβάσουν πρώτα το βιβλίο του Νίκου διότι θα τους διαφωτίσει σε πάρα πολλά», είπε ο ομιλητής κλείνοντας την ομιλία του.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο συγγραφέας του βιβλίου Νίκος Γκροσδάνης επιβεβαίωσε τη φήμη του και την προειδοποίηση του εκδότη του, την οποία ομολογώ ότι πήραμε αψήφιστα, πριν του δώσει το λόγο. Χειμαρρώδης, παραστατικός, με την αγάπη του για αυτό που έκανε και κάνει να ξεχειλίζει στο λόγο του, μίλησε για το πως δέθηκε με την τέχνη του σινεμά, από την παιδική του ηλικία έως σήμερα.

Ο συγγραφέας ευχαρίστησε όσους ήταν εκεί και υποσχέθηκε να μιλήσει για το σινεμά, για την τέχνη που τον βοήθησε να υπάρχει ακόμα διότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό με πολλά προβλήματα πολιτικού τύπου, σε μία οικογένεια που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και αυτό το πλήρωσαν πολύ ακριβά, ζούσε «τα πέτρινα χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη.

Ο συγγραφέας έψαχνε κάτι να τον βοηθήσει να αντέξει όλη αυτή τη βαρβαρότητα και ο δρόμος άνοιξε με τη γιαγιά από τη Μικρά Ασία και τις μουσικές της. Αυτός ο δρόμος φωτίστηκε μόλις ανακάλυψε τον κινηματογράφο, παρά τις παραινέσεις του πατέρα του να τα παρατήσει, «Εμείς είμαστε οι καταραμένοι αυτής της χώρας, ότι και να κάνεις θα σου ζητούν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».

Η αντίδραση του συγγραφέα σε αυτό ήταν το πείσμα και η αναζήτηση διεξόδων για γνώση, η ίδια η ζωή και άνθρωποι που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Διάβαζε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του, ή φρόντιζε να πέσει, και για τα δύσκολα απευθυνόταν σε μία φοιτήτρια για εξηγήσεις.

Σε ένα απόκομμα εφημερίδας διάβασε ότι στη Θεσσαλονίκη θα γίνει το «πανηγύρι των εικόνων» και από την αίσθηση που είχε για τη λέξη «πανηγύρι» φαντάστηκε ότι θα γεμίσει η πόλη με οθόνες και θα προβάλλονται ταινίες. Με δόλια μέσα έπεισε τον πατέρα του και πήγε στη Θεσσαλονίκη.

Η πρώτη του απογοήτευση ήταν ότι δεν τον πλησίασε κανένας διάσημος ηθοποιός, μουσικός ή άλλος δημιουργός.

Στην αναζήτηση εισιτηρίων βρέθηκε με τον πατέρα του στο ξενοδοχείο Μεντερανέ όπου κατέλεισε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ένα από τα δύο είδωλά του, το άλλο ήταν ο Μάνος Χατζηδάκης.

Παρόλο που δεν ήρθε σε επαφή με κανέναν και δεν είδε καμία ταινία λόγω έλλειψης εισιτηρίων, υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα είναι κάθε χρόνο εκεί, για όσο διαρκέσει αυτό το «πανηγύρι εικόνων», μια υπόσχεση που την κράτησε, «την κρατάω ακόμα», είπε.

Τη δεύτερη χρονιά δεν χρειάστηκε να καταφύγει σε δόλια μέσα, ο πατέρας του του πρότεινε να πάνε πάλι στο πανηγύρι. Η πρόταση εξηγήθηκε αργότερα, παιζόταν η ταινία «Συνοικία το όνειρο», αριστερή ταινία, και ο πατέρας του ως στέλεχος της αριστεράς κλήθηκε να παραβρεθεί στην πρεμιέρα της. Έτσι ο συγγραφέας βρέθηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη και αυτή τη φορά, «όχι έξω, μέσα!».

«Φυσικά δεν κατάλαβα τίποτα από την ταινία διότι ότι έβλεπα, εγώ το ζούσα στην πραγματικότητα», είπε ο συγγραφέας δίνοντας το στίγμα της εποχής. Αυτό το ίδιο είπε στον Τάσο Λειβαδίτη δίπλα στον οποίο βρέθηκε να κάθεται στη δεξίωση, «Βλέπεις Κώστα; Το παιδί τα ζει όλα αυτά, αυτή είναι η Ελλάδα του Καραμανλή!», σχολίασε ο Λειβαδίτης.

Από εύνοια της τύχης βρέθηκε να εργάζεται στο ξενοδοχείο Μεντιτερανέ όπου συνεδρίαζε πάντα η κριτική επιτροπή του φεστιβάλ, το ξενοδοχείο της μπουρζουαζίας της Θεσσαλονίκης, «η πραγματική αστική τάξη, όχι οι νεόπλουτοι», σημείωσε και συνέχισε, «Εκεί πραγματικά σπούδασα, γνώρισα τους πιο μεγάλους μου δασκάλους, με αγάπησαν και του αγάπησα, μάθαινα συνεχώς».

Φρόντιζε να έχει βάρδια την ώρα της συνεδρίασης της επιτροπής, παρακολουθούσε τη συζήτηση επειδή μπαινόβγαινε και «πουλούσε» πληροφορίες στους δημοσιογράφους, όχι με χρηματικό αντάλλαγμα αλλά κάτι πολυτιμότερο, προσκλήσεις για τις πρεμιέρες των ταινιών.

Θυμήθηκε εμβληματικά πρόσωπα του Φεστιβάλ, το Νίκο Κούνδουρο, τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη και τον «παρεξηγημένο» Τζέιμς Πάρις τον οποίο προσπαθεί να αποκαταστήσει στο βιβλίο του. Θυμήθηκε πολλά περιστατικά με αυτά τα πρόσωπα και πολλά ακόμα, την αφήγηση για τα οποία αξίζει να ακούσετε στο βίντεο από τον ίδιο τον συγγραφέα.

Όλα αυτά προσπάθησε να σώσει ο συγγραφέας με αυτό το βιβλίο, «και κάπου τα ψιλοκατάφερα, για τους παλιούς να θυμηθούν και οι νέοι να μάθουν», σχολίασε στο τέλος και συμφωνούμε απόλυτα.

Νίκος Γκροσδάνης, «Θυμάμαι: 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου», εκδόσεις Επίκεντρο

Ο Νίκος Γκροσδάνης εργάστηκε για χρόνια στο ξενοδοχείο Mediterranean Palace στη Θεσσαλονίκη, που τις δεκαετίες ’60 και ’70 ταυτίστηκε με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, φιλοξενώντας πρόσωπα που σημάδεψαν την έβδομη τέχνη στην Ελλάδα.

Στο λεύκωμα αυτό, μέσα από σπάνιο και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, καταγράφει αναμνήσεις και ιστορίες 32 χρόνων του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Οι ταινίες, οι πρωταγωνιστές, οι συντελεστές, η οργάνωση και τα παρασκήνια ενός σημαντικού θεσμού παρουσιάζονται αποτυπώνοντας όλη την αγωνία, το πάθος και την αγάπη των ανθρώπων που αγαπούν το Σινεμά.

Όσοι έζησαν τα γεγονότα που περιγράφονται μέσα στις σελίδες του δεν θα τα ξεχάσουν ποτέ. Σημαντικός συντελεστής άλλωστε αποτέλεσε το κοινό που κράτησε ζωντανό το Φεστιβάλ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παντελής Βούλγαρης στον πρόλογο του βιβλίου: “Στα πενήντα χρόνια της διαδρομής μου ως κινηματογραφιστής προσπάθησα να ερμηνεύσω -σπανίως καθισμένος, συνήθως όρθιος στο τέλος της αίθουσας- τις σιωπές, τα τριξίματα των καθισμάτων, τις σιλουέτες των θεατών που αποχωρούν, το τέλος της προβολής, όπου τα πρώτα βλέμματα των θεατών μιλάνε δίκαια για τις εικόνες που παρακολουθούσαν”.

Απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε σινεφίλ – όσοι είχαν την τύχη να είναι εκεί θα θυμηθούν ενώ οι νεώτεροι θα ταξιδέψουν μέσα από τις σελίδες του στις μέρες και νύχτες της κινηματογραφικής Θεσσαλονίκης της εποχής.

Ο Νίκος Γκροσδάνης γεννήθηκε στο Πράβι (σημερινή Ελευθερούπολη) Καβάλας. Ζει στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε από αρκετά επαγγέλματα καταλήγοντας στη δημοσιογραφία. Τα πρώτα του κείμενα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη” και αργότερα στη “Μακεδονία” ενώ ασχολείται επί χρόνια και με το ραδιόφωνο κάνοντας τις δικές του εκπομπές στα ερτζιανά της πόλης. Σήμερα είναι συνεργάτης στο ένθετο περιοδικό “Πανσέληνος”, στο “ΠεριΩδικό της πόλης”, στην “Οδό Πανός” κ.α. Το 2000 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο “Οδός Μεντιτερανέ Παλλάς” από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Προσθήκη σχολίου

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Δείγματα Live Streaming